- ἀγελοίως
- ἀγέλοιοςnot laughableadverbialἀγέλοιοςnot laughablemasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αγέλοιος — ἀγέλοιος, ον (Α) 1. αυτός που δεν προκαλεί γέλιο, ο μη γελοίος 2. επίρρ. ἀγελοίως χωρίς γέλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + γελοῖος. ΠΑΡ. αρχ. ἀγελοίως] … Dictionary of Greek